- καμβέρα
- και καμπέρα, ἡποικιλία σίτου μαλακού χωρίς άγανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Camberra, περιοχή τής Αυστραλίας. Ο τ. καμδέρα αντί καμπέρα κατά υπεραστισμό / υπερδιόρθωση (πρβλ. μοδέρνος αντί μοντέρνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.